- καδρόνι
- το(λ. ιταλ.), ξύλινη δοκός τετράπλευρη: Βάλαμε μερικά καδρόνια να στηρίξουμε το μπαλκόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καδρόνι — το ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadrone] … Dictionary of Greek
καδρονιάζω — [καδρόνι] 1. στρώνω επιφάνεια με καδρόνια 2. τετραγωνίζω ακατέργαστα δοκάρια, διαμορφώνω σε καδρόνια … Dictionary of Greek
στυμών — όνος, ὁ, Α πιθ. δοκός, καδρόνι τής οροφής … Dictionary of Greek